Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια για τις απειλές κατά τριών διαιτητών...

Η πρόσφατη ταυτοποίηση οκτώ οπαδών για απειλές εις βάρος των διαιτητών των τελικών της Basket League μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού (30 Μαΐου και 1 Ιουνίου) έρχεται να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα φαινόμενο που, δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά κανόνα στον ελληνικό αθλητισμό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι συγκεκριμένοι οπαδοί, μετά τη λήξη των αγώνων, πραγματοποίησαν απέστειλαν υβριστικά και απειλητικά μηνύματα στους προσωπικούς τους λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα και σε τηλέφωνα.


Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρούνται τέτοιες συμπεριφορές. Αντιθέτως, τόσο στο μπάσκετ όσο και στο ποδόσφαιρο, ακόμη και σε ερασιτεχνικά επίπεδα, συναντά κανείς διαχρονικά «ανεγκέφαλους» που θεωρούν ότι η εξύβριση ή οι απειλές μπορούν να αποτελέσουν μέσο πίεσης ή εκδίκησης απέναντι σε έναν αγώνα ή μια διαιτητική απόφαση.


Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, οι διοικήσεις της ΕΟΚ, είτε επί Γιώργου Βασιλακόπουλου είτε επί Βαγγέλη Λιόλιου και η ΟΔΚΕ ακολουθούσαν μια σταθερή πολιτική: προέτρεπαν τους διαιτητές να μην κινούνται νομικά εις βάρος όσων τους απειλούσαν ή τους εξύβριζαν, παραπέμποντας τις υποθέσεις στον αθλητικό εισαγγελέα ώστε να κινηθεί η διαδικασία αυτεπάγγελτα. Πλην, δύο περιπτώσεων που θυμόμαστε: Του Κώστα Κορομηλά που κατέθεσε μήνυση σε οπαδό του Ηρακλή που τον εξύβρισε εντός γηπέδου κα του Τάσου Πηλοΐδη, ο οποίος δέχθηκε επίθεση στο ίδιο του το σπίτι. Δεν αναφερόμαστε, βεβαίως σε βιαιοπραγία, που Αθηναίος διαιτητής της Γ' εθνικής κίνησε τη νομική διαδικασία.


Η διαφορά, όμως, στην τρέχουσα υπόθεση είναι εμφανής. Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι ίδιοι οι διαιτητές του αγώνα, που φέρεται να είναι 2 Αθηναίοι και ο τρίτος από νησιωτικό σύνδεσμο, κίνησαν τη διαδικασία με την άμεση προτροπή και το "πράσινο φως" τόσο από την ΕΟΚ όσο και από την ΟΔΚΕ. Και εδώ γεννάται το ερώτημα: τι ώθησε τους συγκεκριμένους διαιτητές να κινηθούν νομικά, και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη και την προτροπή - στήριξη των δύο φορέων;


Υπήρξαν περιπτώσεις στο παρελθόν, με εξίσου σοβαρές ή και σοβαρότερες απειλές, όπου η διαδικασία είτε δεν κινήθηκε είτε οι διαιτητές αποθαρρύνθηκαν να προβούν σε νομικές ενέργειες. Η περίπτωση, επί παραδείγματι, διαιτητή που έκαψαν το αυτοκίνητό του ή σε κάποιον άλλον που έβαλαν φωτιά στο πάρκινγκ. Γιατί λοιπόν τώρα υπήρξε τόσο άμεση ανταπόκριση;


Μήπως στην παρούσα περίπτωση υπήρξε μια δεύτερη σκέψη; Μήπως οι συνθήκες, αγωνιστικές, επικοινωνιακές ή διοικητικές, υπαγόρευσαν μια πιο «θεαματική» αντίδραση για να καλυφθεί μια άλλη υπόθεση; Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η συγκυρία, η επιλογή των συγκεκριμένων αγώνων και η ταχύτητα της αντίδρασης εγείρουν εύλογα ερωτηματικά.


Ο χρόνος θα δείξει. Μέχρι τότε, το μόνο βέβαιο είναι ότι το πρόβλημα των απειλών κατά των διαιτητών παραμένει και θα συνεχίσει να απαιτεί συνέπεια, σοβαρότητα και ισότιμη αντιμετώπιση σε κάθε περίπτωση όχι μόνο όταν «βολεύει» διοικητικά και διαιτητικά.