Ο Κώστας Δήμου δεν υπήρξε απλώς ένας σπουδαίος διαιτητής...
Υπήρξε θεμελιωτής της ανεξάρτητης ελληνικής διαιτησίας, πρωτοπόρος και οραματιστής ενός συστήματος δίκαιου και αυτοδιοίκητου. Μέσα από συνεντεύξεις του, είχε καταθέσει με απόλυτη σαφήνεια τις απόψεις του για όσα συνέβησαν πίσω από τις κουρτίνες της διαιτησίας και τους λόγους που τον οδήγησαν να αποχωρήσει από την ΟΔΚΕ.
Όπως ο ίδιος είχε πει, αποχώρησε από την ΟΔΚΕ όταν τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος Φούρα. Ένας νόμος που, όπως υποστήριζε, ψηφίστηκε κατόπιν απαίτησης της ΕΟΚ με σκοπό να περιορίσει την ανεξαρτησία των διαιτητών. Ο Δήμου, ιδρυτής της πρώτης Ομοσπονδίας διαιτητών παγκοσμίως –σε μια εποχή που δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο πουθενά– είδε την ανεξαρτησία του οργάνου να πολεμιέται μεθοδικά.
«Η ανεξαρτησία μας δημιούργησε πρόβλημα», είχε δηλώσει. Παρά τις πιέσεις για διάλυση της ΟΔΚΕ, η παρουσία του και η στήριξη του τότε Γ.Γ. της FIBA, Γουίλιαμ Τζόουνς, απέτρεψαν το τέλος ενός σπουδαίου θεσμού. Ο Δήμου πίστευε ότι αυτή η ανεξαρτησία ήταν το κλειδί για την άνθηση της ελληνικής διαιτησίας, για την ανάδειξη διαιτητών που δεν επηρεάζονταν από τρίτους, αλλά λειτουργούσαν με αξιοκρατία, αξιοπιστία και καθαρότητα.
Αναφερόταν με υπερηφάνεια στον νόμο 74/74, δικό του δημιούργημα, που προέβλεπε ότι η ΚΕΔ θα αποτελείται κυρίως από έμπειρους διαιτητές – τέσσερις από την ΟΔΚΕ και έναν από την Ομοσπονδία. Έτσι, η επιλογή, η εκπαίδευση και η εξέλιξη των διαιτητών ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα της ίδιας της ΟΔΚΕ. Ένα μοντέλο που λειτούργησε και έφερε αποτελέσματα, όπως αποδείχθηκε στην πράξη.
Η λύση, όπως τόνιζε, δεν είναι να ανήκει η διαιτησία ούτε στην Ομοσπονδία, ούτε στον Σύνδεσμο των ομάδων. «Η διαιτησία πρέπει να ανήκει στους διαιτητές», είχε δηλώσει με πάθος, επισημαίνοντας την ανάγκη για πλήρη ανεξαρτησία, ώστε να διασφαλιστεί το κύρος και η αντικειμενικότητα.
Ο Κώστας Δήμου δεν συμβιβάστηκε ποτέ. Η διαδρομή του δεν υπήρξε απλώς ένδοξη, αλλά και συμβολική. Εκφράζοντας την ψυχή ενός κλάδου που δεν ζητά τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο: σεβασμό, ελευθερία και αξιοκρατία. Έφυγε, αλλά άφησε παρακαταθήκη. Και το μήνυμά του σήμερα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.