Η νέα πρακτική που επιχειρείται να επιβληθεί στους Έλληνες διαιτητές με αφορμή τη δήλωση μη ενέργειας για την αγωνιστική περίοδο 2025/26, έχει πυροδοτήσει σοβαρές νομικές και ηθικές αντιδράσεις. Το ζήτημα ξεπερνά τη διοικητική διαχείριση και αγγίζει θεμελιώδη δικαιώματα, προστατευμένα από το ελληνικό Σύνταγμα και την ευρωπαϊκή νομολογία.
Συγκεκριμένα, η ΟΔΚΕ απαιτεί από τους διαιτητές που επιθυμούν να υποβάλουν Δήλωση Μη Ενέργειας, δηλαδή να δηλώσουν ότι δεν θα συμμετάσχουν ενεργά στην επερχόμενη σεζόν, να υπογράψουν ταυτόχρονα ένα επιπλέον έγγραφο. Στο έγγραφο αυτό ζητείται η ανεπιφύλακτη αποδοχή του συνόλου του καταστατικού και του εσωτερικού κανονισμού της ΟΔΚΕ και των λοιπών οργάνων.
Πρόκειται για μια πρακτική που προκαλεί νομική αναστάτωση. Οι πρώτες αντιδράσεις δεν άργησαν να έρθουν: διαιτητές έχουν ήδη αποστείλει εξώδικες δηλώσεις προς την ΟΔΚΕ, εκφράζοντας την πλήρη διαφωνία τους με την απαίτηση αυτή. Παράλληλα, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, προετοιμάζονται αγωγές και μηνύσεις κατά παντός υπευθύνου, σε περίπτωση που δεν αναγνωριστεί η εγκυρότητα της δήλωσης μη ενέργειας χωρίς την αποδοχή του επίμαχου εγγράφου.
Στον πυρήνα της διαμαρτυρίας βρίσκεται η βασική νομική αρχή ότι κανείς δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε παραίτηση από συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, ιδιαίτερα όταν η σχετική δήλωση είναι καθαρά υπηρεσιακού χαρακτήρα και δεν ενέχει κανένα διαπραγματεύσιμο ή συμβατικό περιεχόμενο.
Το θέμα έχει και βαθύ θεσμικό χαρακτήρα. Η υποχρεωτική αποδοχή θεσμικών κειμένων τα οποία δεν έχουν κοινοποιηθεί, ούτε είναι προσβάσιμα στους ενδιαφερόμενους, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες περί καταχρηστικής συμπεριφοράς. Ακόμα και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αναγνωρίζει ότι κάθε διοικητική πράξη πρέπει να σέβεται τα ατομικά δικαιώματα και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία βούλησης.