Η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι επιστρέφει δυναμικά στον παγκόσμιο αθλητικό χάρτη. Πόλο, ποδόσφαιρο, βόλεϊ... Όλα δείχνουν ότι, παρά τις δυσκολίες της κρίσης, οι σωστές δομές, η δουλειά και τα ανανεωμένα πλάνα αποδίδουν καρπούς. Εθνικές ομάδες που εμπνέουν και αγωνίζονται με πάθος, χωρίς μεγάλα ονόματα, αλλά με πίστη στο σύνολο.
Κι όμως, υπάρχει μια εξαίρεση. Το ελληνικό μπάσκετ. Το άθλημα που μας χάρισε τα πιο δυνατά καλοκαίρια. Το μόνο που έχει MVP του NBA και πλειάδα ταλαντούχων παικτών, αλλά βλέπει τις εθνικές του να αποτυγχάνουν συνεχώς. Πώς γίνεται αυτό;
Η απάντηση δεν είναι απλώς... ρητορική. Όταν η ομοσπονδία λειτουργεί με προτεραιότητα τη βιτρίνα και όχι την ουσία, όταν η εθνική ομάδα δεν εμπνέει ούτε τους ίδιους τους αθλητές της, όταν η διοίκηση δεν λειτουργεί ως καταλύτης ενότητας αλλά ως πηγή τοξικότητας, τότε το αποτέλεσμα είναι δεδομένο.
Ο Βαγγέλης Λιόλιος, με την επικοινωνιακή του φούσκα, μοιάζει να επιδιώκει διαρκώς να φωτογραφηθεί αντί να χτίσει. Παράγει events και όχι ομάδες. Η “Εθνική” είναι πλέον μια υποχρέωση, όχι προνόμιο. Οι προσκλήσεις που βαφτίζονται «επιτυχία» και οι άστοχες επιλογές τύπου Γουόκαπ είναι απλώς συμπτώματα μιας παθογένειας.
Το υπόλοιπο ελληνικό αθλητικό οικοδόμημα δείχνει ότι υπάρχει τρόπος. Όραμα, σοβαρότητα, δομές. Στο μπάσκετ όμως κυριαρχεί το "φαίνεσθαι", όχι το "είναι". Και το τίμημα είναι βαρύ: μια γενιά αθλητών, κι ένα έθνος φιλάθλων που περιμένει το επόμενο θαύμα.