Το θέμα της ΚΕΔ/ΕΣΚΑΣΕ εμφανίζει μια ξεκάθαρη εικόνα ενός θεσμικού αδιεξόδου, το οποίο για ακόμα μία φορά αναδεικνύει τα βαθύτερα προβλήματα στη λειτουργία της ΚΕΔ και γενικότερα στη διαχείριση της διαιτησίας στις τοπικές ενώσεις.
Η επιστολή της ΕΣΚΑΣΕ στις 23/07/2025 ενημερώνει τους συνδέσμους διαιτητών και κριτών, αλλά και την ΟΔΚΕ και την ΚΕΔ/ΕΟΚ, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης αποφάσισε τον ορισμό του κ. Α. Κοτσίμπου ως Συντονιστή - Προέδρου της ΚΕΔ ΕΣΚΑΣΕ.
Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν έμελλε να παραμείνει σε ισχύ, καθώς το Δ.Σ. της ΕΟΚ, κατά τη συνεδρίασή του στις 05/08/2025, αποφάσισε ομόφωνα να ορίσει τον κ. Χριστοδούλου ως μονομελές όργανο της ΚΕΔ ΕΣΚΑΣΕ, επικαλούμενο ρητά το άρθρο 5 παρ. 6 του Κανονισμού Διαιτησίας της Ομοσπονδίας, το οποίο δίνει στην ΕΟΚ δικαίωμα εποπτείας και ορισμού των μελών ΚΕΔ στις ενώσεις. Επιπλέον, η απόφαση βασίστηκε και στο άρθρο 3.3, που θέτει περιορισμούς σε άτομα με συγγενικές σχέσεις με ενεργούς διαιτητές, στοιχείο που αφορούσε τον κ. Κοτσίμπο.
Η σημερινη επιστολή της ΟΔΚΕ, έρχεται να επικυρώσει τη θέση της ΕΟΚ, υπενθυμίζοντας στους συνδέσμους διαιτητών ότι ο εγκεκριμένος Κανονισμός Διαιτησίας υπερισχύει κάθε αντίθετης απόφασης ένωσης και ότι ο κ. Κοτσίμπος δεν μπορεί να αναλάβει θέση στην ΚΕΔ λόγω του κωλύματος που αναφέρει ο κανονισμός.
Το όλο περιστατικό αποκαλύπτει για άλλη μια φορά το πρόβλημα αυτονομίας των τοπικών ενώσεων στη διαχείριση της διαιτησίας, καθώς η ΕΟΚ διατηρεί το δικαίωμα να παρεμβαίνει και να επιβάλλει τις δικές της αποφάσεις, ακόμα και όταν υπάρχει εκλεγμένο Διοικητικό Συμβούλιο σε τοπικό επίπεδο. Από την άλλη, το κενό που αφήνει η κακή εφαρμογή του κανονισμού επιτρέπει προσωπικές επιδιώξεις και αντιπαραθέσεις να διαιωνίζουν την κρίση.
Η υπόθεση ΕΣΚΑΣΕ – ΚΕΔ δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό αλλά κομμάτι μιας γενικότερης παθογένειας: έλλειψη σαφών διαδικασιών, διαφάνειας και πραγματικής ανεξαρτησίας των επιτροπών διαιτησίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σκιές για κριτήρια ορισμών, συγκρούσεις συμφερόντων και έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα.
Σε μια περίοδο που η ελληνική διαιτησία βάλλεται για την αξιοπιστία της, τέτοιες καταστάσεις δεν προσφέρουν καμία βεβαιότητα. Αντίθετα, ενισχύουν την αίσθηση ότι οι θεσμικές αποφάσεις λαμβάνονται είτε με γνώμονα προσωπικές ισορροπίες είτε υπό τον απόλυτο έλεγχο της κεντρικής διοίκησης, αφήνοντας τις τοπικές ενώσεις και τους διαιτητές απλούς παρατηρητές σε ένα παιχνίδι εξουσίας που παίζεται μακριά από τα γήπεδα.