Στο ελληνικό μπάσκετ, η λέξη «παρατηρητής» κουβαλά μια θεσμική βαρύτητα που, θεωρητικά, εγγυάται αντικειμενικότητα, δικαιοσύνη και αξιοκρατία. Είναι ο άνθρωπος που βλέπει, καταγράφει, βαθμολογεί και τελικά εισηγείται στην ΚΕΔ. Είναι αυτός που, στην πράξη, διαμορφώνει το μέλλον ενός διαιτητή. Όμως εδώ γεννιέται ένα ερώτημα που συζητιέται χαμηλόφωνα σε όλους τους διαδρόμους των γηπέδων. Μήπως, αλήθεια, ο παρατηρητής έχει καταλήξει να λειτουργεί ως ο «φερετζές» των αποφάσεων της ΚΕΔ και κατ’ επέκταση της ΕΟΚ;
Σε αντίθεση με μοντέλα όπως το NBA, όπου η αξιολόγηση στηρίζεται σε μετρήσιμα δεδομένα, καταγεγραμμένα λάθη, αναλύσεις calls και no calls, στο ελληνικό πρωτάθλημα το μεγαλύτερο βάρος πέφτει ακόμη στην υποκειμενική κρίση του παρατηρητή, που συνήθως ορίζεται μέλος της ΚΕΔ. Αναμφισβήτητα, ηθικά ασυμβίβαστο. Στο τι «είδε», στο πώς «διάβασε» το παιχνίδι, στο αν του «άρεσε» η διαχείριση. Και εδώ ακριβώς αρχίζει το πρόβλημα. Διότι όταν το σύστημα δεν στηρίζεται σε απτά δεδομένα, τότε δημιουργείται αναπόφευκτα χώρος για ερμηνείες, παρεμβάσεις και “διορθώσεις” εκ των υστέρων.
Ο παρατηρητής, αντί να αποτελεί θεσμικό αντίβαρο στην εξουσία της ΚΕΔ, συχνά εμφανίζεται ως ο μηχανισμός που επικυρώνει προειλημμένες αποφάσεις. Αν ένας διαιτητής «πρέπει» να προχωρήσει, η έκθεση θα είναι επιεικής. Αν «δεν πρέπει», η έκθεση δύναται να γίνει καταδικαστική ακόμη και σε αγώνα χωρίς κραυγαλέα λάθη. Έτσι γεννιέται η καχυποψία.
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα είναι το επίπεδο γνώσης και πνευματικής καθαρότητας των ίδιων των παρατηρητών. Πόσο ενημερωμένοι είναι για τις σύγχρονες οδηγίες διαιτησίας, τη στιγμή την οποία υποπίπτουν σε λάθη κατά τη διάρκεια των τηλεσεμιναρίων με τους διαιτητές; Πόσο συμβαδίζουν με το σύγχρονο, physical μπάσκετ; Πόσο απαλλαγμένοι είναι από προσωπικές συμπάθειες, προηγούμενες σχέσεις, παλιές κόντρες και εσωτερικές ισορροπίες του χώρου; Κυρίως, πόσο «καθαρό μυαλό» διαθέτουν όταν καλούνται να κρίνουν έναν διαιτητή μέσα σε ένα περιβάλλον έντασης, παρασκηνίου και πίεσης;
Διότι εδώ δεν μιλάμε για απλές εκθέσεις. Μιλάμε για καριέρες. Για ανθρώπους που ζουν από τη σφυρίχτρα. Για διεθνείς ορισμούς. Για rankings που αποστέλλονται στη ΦΙΜΠΑ ως «αντικειμενική εικόνα» της ελληνικής διαιτησίας. Όταν όμως αυτή η εικόνα δεν στηρίζεται σε ποσοτικά δεδομένα, σε καταγραφή λαθών, σε στατιστική επάρκεια, αλλά κυρίως σε περιγραφικές εκθέσεις, τότε εύλογα προκύπτει το ερώτημα. Είναι πράγματι αντικειμενική ή απλώς θεσμικά επικυρωμένη;
Το πρόβλημα δεν είναι αν οι παρατηρητές είναι καλοπροαίρετοι. Το πρόβλημα είναι ότι το σύστημα τους δίνει υπερβολική δύναμη χωρίς επαρκή διαφάνεια και χωρίς αντίβαρα. Χωρίς δεδομένα και μετρήσιμα κριτήρια.
Η ελληνική διαιτησία δεν έχει ανάγκη από σκιές. Έχει ανάγκη από φως, δεδομένα και καθαρούς καθρέφτες. Και αυτό είναι ευθύνη όλων. Της ΚΕΔ, της ΕΟΚ και, φυσικά, των ίδιων των παρατηρητών, οι οποίοι δεν πρέπει να είναι μέλη της ΚΕΔ...
