Η διαιτησία στον τελικό φάνηκε... κατώτερη των περιστάσεων, καθώς οι διαιτητές δεν ήταν έτοιμοι, τόσο πνευματικά όσο και τεχνικά, να διαχειριστούν την αγωνιστική ποιότητα που εξέπεμπαν οι δύο ομάδες.
Παρατηρήθηκε έντονη ανομοιομορφία, κυρίως στα σφυρίγματα των φάουλ, γεγονός που ανέδειξε χαμηλά κριτήρια αξιολόγησης και λανθασμένες αποφάσεις.
Η έλλειψη συνοχής μεταξύ των διαιτητών ήταν εμφανής, με αποτέλεσμα να μην λειτουργούν ως μία ενιαία διαιτητική τριάδα. Κάθε διαιτητής φαινόταν να λαμβάνει αποφάσεις μεμονωμένα, προσπαθώντας κυρίως να αποφύγει το προσωπικό λάθος, γεγονός που οδήγησε στη διαμόρφωση διαφορετικών στάνταρντ και έλλειψη συνοχής στον έλεγχο του αγώνα. Αυτή η ασυνεννοησία δημιούργησε ένταση στο παιχνίδι και επηρέασε την ομαλή διεξαγωγή του.
Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: στη χρονική περίοδο που διανύουμε, η ελληνική διαιτησία υπολείπεται σημαντικά σε ποιότητα σε σχέση με το επίπεδο των παικτών που αγωνίζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα. Η έλλειψη προετοιμασίας, η απουσία σταθερών κριτηρίων και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των διαιτητών αναδεικνύουν την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις και βελτιώσεις. Εάν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, το επίπεδο της διαιτησίας θα συνεχίσει να αποτελεί τροχοπέδη για την εξέλιξη του ελληνικού μπάσκετ.