Η ΟΔΚΕ και η ΚΕΔ έχουν καθιερώσει τη λιπομέτρηση ως αναπόσπαστο μέρος της αξιολόγησης των διαιτητών, όπως και την παρατήρηση του γυμναστή. Στα χαρτιά, η λογική είναι σωστή: ο διαιτητής οφείλει να βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση, να μπορεί να ακολουθήσει τον ρυθμό ενός αγώνα υψηλής έντασης και να αποπνέει κύρος μέσα στο παρκέ. Στην πράξη, όμως, η εφαρμογή αφήνει μεγάλα ερωτήματα.
Δεν είναι μυστικό πως η λιπομέτρηση αλλά και η παρατήρηση του γυμναστή χρησιμοποιήθηκαν αρκετές φορές σαν άλλοθι για να ανοίξει η πόρτα της εξόδου σε ικανούς διαιτητές. Σφυρίχτρες που στάθηκαν με αξία σε δύσκολα παιχνίδια, είδαν την καριέρα τους να «παγώνει» ή να τελειώνει, όχι επειδή δεν άντεχαν στο παρκέ, αλλά επειδή το ποσοστό λίπους τους βρέθηκε μερικές μονάδες πάνω από το επιθυμητό ή επειδή οι παρατηρήσεις του γυμναστή έδωσαν την εύκολη αφορμή.
Την ίδια ώρα, άλλοι διαιτητές με εμφανώς περισσότερα κιλά, με λιγότερη ευελιξία και με χαμηλότερη φυσική παρουσία, εξακολουθούν να βρίσκονται στα γήπεδα και να σφυρίζουν. Το επιχείρημα της «φυσικής κατάστασης» φαίνεται να εφαρμόζεται κατά το δοκούν, ανάλογα με το ποιος είναι ο διαιτητής και ποια είναι η σχέση του με τους μηχανισμούς της ΚΕΔ.
Και εδώ γεννάται το εύλογο ερώτημα: μήπως η λιπομέτρηση, αντί να λειτουργεί ως εργαλείο βελτίωσης και διασφάλισης επιπέδου, χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού για να γίνονται άλλου είδους «εκκαθαρίσεις»; Αν πραγματικά θέλουν να προάγουν το άθλημα και τη διαιτησία, η λύση δεν μπορεί να είναι οι μισές αλήθειες και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Ίσως, αντί να αναζητούν «νούμερα» στο λίπος, να βρουν άλλους, πιο διαφανείς και δίκαιους τρόπους αξιολόγησης. Γιατί η διαιτησία χρειάζεται πρωτίστως καθαρούς κανόνες και αξιοκρατία, όχι προσχήματα.